- σκευοποιΐα
- ἡ, Α [σκευοποιός]κατασκευή προσωπίδων και άλλων αντικειμένων απαραίτητων για τη θεατρική σκηνή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκευοποιία — σκευοποιίᾱ , σκευοποιία preparing of masks and other stage properties fem nom/voc/acc dual σκευοποιίᾱ , σκευοποιία preparing of masks and other stage properties fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοποιίας — σκευοποιίᾱς , σκευοποιία preparing of masks and other stage properties fem acc pl σκευοποιίᾱς , σκευοποιία preparing of masks and other stage properties fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭСХИЛ — • Aeschylus, Αίσχύλος, афинянин из дема Елевсина, сын Евфориона, из благородной аттической фамилии, родился в ол. 63, 4 (525 г.), сражался при Марафоне, Саламине и Платее, 25 ти лет уже ставил драмы, соперничая с Пратиной, и с этих… … Реальный словарь классических древностей
σκευουργία — ἡ, Α 1. κατασκευή σκευών, εργαλείων ή πολεμικών εξαρτημάτων 2. κατασκευή προσωπείων και σκηνικών αντικειμένων, η σκευοποιΐα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + ουργία (< ουργός < ἔργον*), πρβλ. μηχαν ουργία] … Dictionary of Greek